ποτικός

ποτικός
-ή, -όν, Α [πότος]
1. αυτός που τού αρέσει να πίνει, ο επιρρεπής στο ποτό («γενόμενοι δ' ὁμοίως ἐρωτικοί, ποτικοί, στρατιωτικοί, μεγαλόδωροι», Πλούτ.)
2. αυτός που μπορεί να πιει πολύ, μεγάλος πότης
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ποτικός
ο εύθυμος σύντροφος στην οινοποσία.
επίρρ...
ποτικῶς Α
1. κατά τρόπο ποτικό
2. φρ. «ποτικῶς ἔχω» — μού αρέσει να πίνω, είμαι επιρρεπής στο ποτό («ὁ μὲν Δημήτριος οὐκ ἔχειν αὐτῷ τὸ σῶμα ποτικῶς σκηψάμενος... ἀπῆλθε», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποτικός — fond of drinking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτικόν — ποτικός fond of drinking masc acc sg ποτικός fond of drinking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτικοί — ποτικός fond of drinking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτικούς — ποτικός fond of drinking masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτικωτέρους — ποτικός fond of drinking masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτικῶς — ποτικός fond of drinking adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτικῷ — ποτικός fond of drinking masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”